- μετεπιγραφω
- μετεπιγράφωμετ-επιγράφω(ᾰ) снабжать другой надписью
(μετεπιγεγραμμένη εἰκών Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μετεπιγεγραμμένη εἰκών Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετεπιγράφω — (Α) 1. τοποθετώ καινούργια επιγραφή πάνω σε κάτι 2. μεταβιβάζω τίτλους σε άλλους με εγγραφή 3. (το παθ.) μετεπιγράφομαι μεταφέρω πρόσωπα σε άλλη κατηγορία … Dictionary of Greek
μετεπιγραφή — μετεπιγραφή, ἡ (Α) [μετεπιγράφω] μεταβίβαση τίτλου σε άλλον με εγγραφή … Dictionary of Greek